- Ἡλίκας
- Ἡλίκᾱς , Ἡλίκηfem acc plἩλίκᾱς , Ἡλίκηfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἡλίκας — ἡλίκᾱς , ἡλίκος as big as fem acc pl ἡλίκᾱς , ἡλίκος as big as fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλικας — ἥ̱λικας , ἁλίζω 1 gather together perf ind act 2nd sg (attic epic ionic) ἁλίζω 2 salt perf ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἧλιξ of the same age masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσήλικος — η, ο, αρσ. και μεσήλικας και μεσοήλικας (ΑM μεσῆλιξ, ικος, Μ και μεσοῆλιξ, ὁ και ἡ) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που έχει μέση ηλικία ή αυτός που βρίσκεται μεταξύ ανδρικής και γεροντικής ηλικίας, ο μεσόκοπος νεοελλ. μσν. αυτός που έχει μέτριο… … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek